- παγετώδους
- παγετώδηςfrostymasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κόγχη — και κόχη, η (AM κόγχη) 1. το κέλυφος τών μαλακίων υδροβίων και ιδιαίτερα τών διθύρων, κοχύλι, όστρακο («ἰχθύες τε ἐν ἀμφοτέροις ἔνεισι καὶ κόγχαι», Ξεν.) 2. καθετί που μοιάζει με κοχύλι ως προς το σχήμα και ιδιαίτερα κάθε κοίλωμα οστού ή οργάνου… … Dictionary of Greek
φλάνδριος — α, ο, Ν 1. φρ. «φλάνδρια επίκλυοη» γεωλ. ανύψωση τής στάθμης τής θάλασσας, που ακολούθησε το πέρας τής τελευταίας παγετώδους εποχής και αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά στην Ευρώπη 2. το ουδ. ως ουσ. το φλάνδριο γεωλ. βαθμίδα που ακολούθησε το πέρας… … Dictionary of Greek
απομάκρυνση — (Γεωλ.). Η επιφανειακή φθορά βραχώδους ή παγετώδους εδάφους και η μετακίνηση των λεπτόκοκκων υλικών που παράγονται από αυτή τη φυσική διαδικασία. Η απώλεια αυτή οφείλεται είτε σε μηχανική δράση (άμμος, πηλός, κροκάλες κλπ.) είτε σε χημική (ουσίες … Dictionary of Greek
κοιλάδα — Επιμήκης ύφεση της γήινης επιφάνειας μεταξύ δύο πλαγιών, μέσα στην οποία αποτίθενται συνήθως προσχώσεις ποικίλου πάχους. Στο βύθισμα αυτό, που μπορεί να έχει γραμμική διάταξη ή να είναι μια επίπεδη λωρίδα ευρύτερη ή στενότερη, ρέει συνήθως ένα… … Dictionary of Greek
μουστέριος — α, ο φρ. «μουστέρια λιθοτεχνία» λιθοτεχνία που παραδοσιακά συνδέεται με τον άνθρωπο τού Νεάτερνταλ στην Ευρώπη, τη δυτική Ασία και τη βόρεια Αφρική κατά τη διάρκεια τού πρώτου τετάρτου τής παγετώδους εποχής, αλλ. μουστιαία λιθοτεχνία. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
νίδιος — α, ο φρ. «νίδια μεσοπαγετώδης εποχή» ή, απλώς, «νίδιο» γεωλ. μεγάλη υποδιαίρεση τού πλειστοκαίνου και τών αποθέσεών του στις Κάτω Χώρες, η οποία ακολουθεί την Βάαλ και προηγείται τής ντρένθιας παγετώδους εποχής … Dictionary of Greek
παγετώνας — Μάζα πάγου και χιονιού, που συγκεντρώνεται σε υψηλές ορεινές ή πολικές περιοχές και σχηματίζεται από τη συνάθροιση, διατήρηση και μετασχηματισμό των χιονοπτώσεων, η οποία όμως δεν παραμένει άκαμπτη, αλλά κινείται σε κεκλιμένο επίπεδο ως πλαστική… … Dictionary of Greek
παγωνοχύτρα — η (γεωμορφ.) βύθισμα που σχηματίζεται σε πεδιάδες απόπλυσης, παγετώδους προέλευσης, κατά την τήξη μιας αποσπασμένης μάζας παγετωνικού πάγου, ολικώς ή μερικώς ενταφιασμένης … Dictionary of Greek
αρχαϊκό — Κατώτερη γεωλογική περίοδος του αρχαιοζωικού αιώνα, η αρχαιότερη χρονική περίοδος στη γεωλογική ιστορία της Γης. Σύμφωνα με άλλους είναι δεύτερη μετά τον αζωικό αιώνα. Η αρχή του, τόσο μακρινή μέσα στον χρόνο ώστε να είναι σχεδόν άγνωστη, πρέπει… … Dictionary of Greek
μουστέριο ή μουστιαία εποχή — Πολιτισμός της μέσης Παλαιολιθικής εποχής, που πήρε το όνομα από τον βράχο Le Moustier στην Ντορντόν (νότια Γαλλία). Η ακμή του τοποθετείται κατά τη διάρκεια της τελευταίας παγετώδους φάσης, που αντιστοιχεί στο μέσο πλειστόκαινο. To μ. είναι… … Dictionary of Greek